Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμψυχρία — ἐμψυχρία, η (Α) ψύχος … Dictionary of Greek
ἐμψυχρίας — ἐμψυχρίᾱς , ἐμψυχρία cold fem acc pl ἐμψυχρίᾱς , ἐμψυχρία cold fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)